- χρυσόλοβος
- χρυσό-λοβος, ον,A decked with gold ear-rings, οὔατα, as Pors. in Epigr. ap. Ath.8.343f ([place name] Juba), for χρυσοβόλοις.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσόλοβος — ον, Α αυτός που φορεί χρυσά σκουλαρίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λοβός (πρβλ. μακρό λοβος)] … Dictionary of Greek
χρυσολόβοις — χρυσόλοβος decked with gold ear rings masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)